γαλβάνιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλβάνιση οι γαλβανίσεις
      γενική της γαλβάνισης* των γαλβανίσεων
    αιτιατική τη γαλβάνιση τις γαλβανίσεις
     κλητική γαλβάνιση γαλβανίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γαλβανίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαλβάνιση < γαλβανίζω

Ουσιαστικό

γαλβάνιση θηλυκό

  1. ο γαλβανισμός, τα σχετικά με το συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα
  2. η επιμετάλλωση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.