επιμετάλλωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιμετάλλωση οι επιμεταλλώσεις
      γενική της επιμετάλλωσης* των επιμεταλλώσεων
    αιτιατική την επιμετάλλωση τις επιμεταλλώσεις
     κλητική επιμετάλλωση επιμεταλλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιμεταλλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιμετάλλωση < επιμεταλλώνω + -ση

Ουσιαστικό

επιμετάλλωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.