γαλακτοφαγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαλακτοφαγία | οι | γαλακτοφαγίες |
| γενική | της | γαλακτοφαγίας | των | γαλακτοφαγιών |
| αιτιατική | τη | γαλακτοφαγία | τις | γαλακτοφαγίες |
| κλητική | γαλακτοφαγία | γαλακτοφαγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαλακτοφαγία < γαλακτοφάγ(ος) + -ία, μορφολογικά αναλύεται γάλακτ(ος) + -ο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Συγγενικά
- γαλακτοφάγος
- → δείτε τις λέξεις γάλα και τρέφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.