γαλέη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
γᾰλεα- γᾰλη-
ονομαστική γαλέη   > γαλ αἱ γαλέαι   > γαλαῖ
      γενική τῆς γαλέης > γαλῆς τῶν γαλεῶν > γαλῶν
      δοτική τῇ γαλέ   > γαλ ταῖς γαλέαις > γαλαῖς
    αιτιατική τὴν γαλέην > γαλῆν τὰς γαλέᾱς   > γαλᾶς
     κλητική ! γαλέη   > γαλ γαλέαι   > γαλαῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γαλέᾱ   > γαλ
γεν-δοτ τοῖν  γαλέαιν   > γαλαῖν
1η κλίση, ομάδα 'γαλέη γαλῆ', Κατηγορία 'γαλέη' όπως «γαλέη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαλέη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γαλέη θηλυκό (συνηρημένο γαλῆ)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.