γαγγραινικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαγγραινικός η γαγγραινική το γαγγραινικό
      γενική του γαγγραινικού της γαγγραινικής του γαγγραινικού
    αιτιατική τον γαγγραινικό τη γαγγραινική το γαγγραινικό
     κλητική γαγγραινικέ γαγγραινική γαγγραινικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαγγραινικοί οι γαγγραινικές τα γαγγραινικά
      γενική των γαγγραινικών των γαγγραινικών των γαγγραινικών
    αιτιατική τους γαγγραινικούς τις γαγγραινικές τα γαγγραινικά
     κλητική γαγγραινικοί γαγγραινικές γαγγραινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαγγραινικός < ελληνιστική γαγγραινικός < γάγγραινα

Επίθετο

γαγγραινικός, -ή, -ό

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  γάγγραινα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.