γέμελος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γέμελος | η | γέμελη | το | γέμελο |
| γενική | του | γέμελου | της | γέμελης | του | γέμελου |
| αιτιατική | τον | γέμελο | τη | γέμελη | το | γέμελο |
| κλητική | γέμελε | γέμελη | γέμελο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γέμελοι | οι | γέμελες | τα | γέμελα |
| γενική | των | γέμελων | των | γέμελων | των | γέμελων |
| αιτιατική | τους | γέμελους | τις | γέμελες | τα | γέμελα |
| κλητική | γέμελοι | γέμελες | γέμελα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γέμελος < (άμεσο δάνειο) ιταλική gemello < λατινική gemellus, υποκοριστικό του geminus
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʝe.me.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γέ‐με‐λος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.