βυθίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

βυθίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βυθίζω
  2. θα βυθίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βυθίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βυθίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βύθιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.