στο βρόντο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στο βρόντο < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση

στο βρόντο

  1. μάταια, χωρίς αποτέλεσμα
  2. (κατ’ επέκταση) χωρίς συγκεκριμένο στόχο, στην τύχη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.