βρομοδουλειά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βρομοδουλειά οι βρομοδουλειές
      γενική της βρομοδουλειάς των βρομοδουλειών
    αιτιατική τη βρομοδουλειά τις βρομοδουλειές
     κλητική βρομοδουλειά βρομοδουλειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βρομοδουλειά < βρομο- + δουλειά

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾo.mo.ðuˈʎa/

Ουσιαστικό

βρομοδουλειά θηλυκό

  1. δουλειά / εργασία που κάποιος δεν θέλει και τόσο να κάνει, γιατί είναι βρόμικη, δύσκολη κ.λπ.
  2. δουλειά / ενέργεια που ενέχει στοιχεία ανηθικότητας ή παραβατικότητας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.