βρεφοκόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η βρεφοκόμος οι βρεφοκόμοι
      γενική του/της βρεφοκόμου των βρεφοκόμων
    αιτιατική τον/τη βρεφοκόμο τους/τις βρεφοκόμους
     κλητική βρεφοκόμε βρεφοκόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βρεφοκόμος < βρεφο- + -κόμος

Ουσιαστικό

βρεφοκόμος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) αυτός/αυτή που φροντίζει τα βρέφη σε νοσοκομείο, μαιευτήριο, κλινική, βρεφοκομείο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.