βραδύγλωσσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βραδύγλωσσος | η | βραδύγλωσση | το | βραδύγλωσσο |
| γενική | του | βραδύγλωσσου | της | βραδύγλωσσης | του | βραδύγλωσσου |
| αιτιατική | τον | βραδύγλωσσο | τη | βραδύγλωσση | το | βραδύγλωσσο |
| κλητική | βραδύγλωσσε | βραδύγλωσση | βραδύγλωσσο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βραδύγλωσσοι | οι | βραδύγλωσσες | τα | βραδύγλωσσα |
| γενική | των | βραδύγλωσσων | των | βραδύγλωσσων | των | βραδύγλωσσων |
| αιτιατική | τους | βραδύγλωσσους | τις | βραδύγλωσσες | τα | βραδύγλωσσα |
| κλητική | βραδύγλωσσοι | βραδύγλωσσες | βραδύγλωσσα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βραδύγλωσσος < ελληνιστική κοινή βραδύγλωσσος < βραδύς + γλώσσα
Συγγενικά
- βραδυγλωσσία
- → δείτε τις λέξεις βραδύς και γλώσσα
Μεταφράσεις
βραδύγλωσσος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.