βραδυσφυγμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βραδυσφυγμία | οι | βραδυσφυγμίες |
| γενική | της | βραδυσφυγμίας | των | βραδυσφυγμιών |
| αιτιατική | τη | βραδυσφυγμία | τις | βραδυσφυγμίες |
| κλητική | βραδυσφυγμία | βραδυσφυγμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
βραδυσφυγμία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.