βραγιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βραγιά οι βραγιές
      γενική της βραγιάς των βραγιών
    αιτιατική τη βραγιά τις βραγιές
     κλητική βραγιά βραγιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βραγιά < μεσαιωνική λατινική *bragi(d)a[1] (πβ. αρχαϊκά / βόρεια ιταλικά braida)

Ουσιαστικό

βραγιά θηλυκό

  1. ξεχωριστό τμήμα κήπου φυτεμένο με λουλούδια ή καλλιεργημένο με λαχανικά (ίδιου τύπου ή ποικιλίας συνήθως και σε σειρές)
  2. φράχτης κήπου σχηματισμένος από φυτά

Συγγενικά

  • Βραγιά (τοπωνύμιο)

Μεταφράσεις

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.