βραγιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βραγιά | οι | βραγιές |
| γενική | της | βραγιάς | των | βραγιών |
| αιτιατική | τη | βραγιά | τις | βραγιές |
| κλητική | βραγιά | βραγιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βραγιά < μεσαιωνική λατινική *bragi(d)a[1] (πβ. αρχαϊκά / βόρεια ιταλικά braida)
Ουσιαστικό
βραγιά θηλυκό
Συγγενικά
- Βραγιά (τοπωνύμιο)
- βραγιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
βραγιά
|
|
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.