αλτάνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλτάνα οι αλτάνες
      γενική της αλτάνας των αλτανών
    αιτιατική την αλτάνα τις αλτάνες
     κλητική αλτάνα αλτάνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλτάνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική altana

Ουσιαστικό

αλτάνα θηλυκό

  1. ανθοφυτεμένο μέρος κήπου ή αυλής, παρτέρι
  2. εξώστης, βεράντα, μπαλκόνι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.