βούφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βούφος | οι | βούφοι |
| γενική | του | βούφου | των | βούφων |
| αιτιατική | τον | βούφο | τους | βούφους |
| κλητική | βούφε | βούφοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
βούφος< (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βοῦφος < λατινική bubo (κουκουβάγια) (ιταλική bufo)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvu.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βού‐φος
Μεταφράσεις
βούφος
|
Πηγές
- μπούφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «βοῦφος» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.