βουλόσυρου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βουλόσυρου < βώλ(ους) (< αρχαία ελληνική βῶλος) + -ο- + συρ- + -ου (-ο)

Προφορά

ΔΦΑ : /vuˈlo.si.ru/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βουλόσυρου

Ουσιαστικό

βουλόσυρου ουδέτερο

Συνώνυμα

  • βουλόσυρο
  • βωλοσύρι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 78.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.