βουλουσυρίζου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βουλουσυρίζου < βουλόσυρου + -ίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /vu.lu.siˈri.zu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βουλουσυρίζω

Ρήμα

βουλουσυρίζου

Πηγές

  • Αγγελική Ράλλη, Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου (Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ], 2017, ISBN 978-960-9789-06-6), σ. 79.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.