ισοπέδωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ισοπέδωση | οι | ισοπεδώσεις |
| γενική | της | ισοπέδωσης* | των | ισοπεδώσεων |
| αιτιατική | την | ισοπέδωση | τις | ισοπεδώσεις |
| κλητική | ισοπέδωση | ισοπεδώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ισοπεδώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ισοπέδωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ισοπέδωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ισοπεδώνω
- η κατεδάφιση
- η απόλυτη και χωρίς κριτήρια εξίσωση
Μεταφράσεις
ισοπέδωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.