βοριούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βοριούχος η βοριούχα το βοριούχο
      γενική του βοριούχου της βοριούχας του βοριούχου
    αιτιατική τον βοριούχο τη βοριούχα το βοριούχο
     κλητική βοριούχε βοριούχα βοριούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βοριούχοι οι βοριούχες τα βοριούχα
      γενική των βοριούχων των βοριούχων των βοριούχων
    αιτιατική τους βοριούχους τις βοριούχες τα βοριούχα
     κλητική βοριούχοι βοριούχες βοριούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βοριούχος < βόριο + -ούχος

Επίθετο

βοριούχος, -α, -ο

  • (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο βορίου

Συνώνυμα

  • βορίδιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.