βορειοηπειρωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βορειοηπειρωτικός | η | βορειοηπειρωτική | το | βορειοηπειρωτικό |
| γενική | του | βορειοηπειρωτικού | της | βορειοηπειρωτικής | του | βορειοηπειρωτικού |
| αιτιατική | τον | βορειοηπειρωτικό | τη | βορειοηπειρωτική | το | βορειοηπειρωτικό |
| κλητική | βορειοηπειρωτικέ | βορειοηπειρωτική | βορειοηπειρωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βορειοηπειρωτικοί | οι | βορειοηπειρωτικές | τα | βορειοηπειρωτικά |
| γενική | των | βορειοηπειρωτικών | των | βορειοηπειρωτικών | των | βορειοηπειρωτικών |
| αιτιατική | τους | βορειοηπειρωτικούς | τις | βορειοηπειρωτικές | τα | βορειοηπειρωτικά |
| κλητική | βορειοηπειρωτικοί | βορειοηπειρωτικές | βορειοηπειρωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βορειοηπειρωτικός < βόρειος + ηπειρωτικός
Επίθετο
βορειοηπειρωτικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη Βόρειο Ήπειρο
Μεταφράσεις
βορειοηπειρωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.