βομβιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βομβιστικός η βομβιστική το βομβιστικό
      γενική του βομβιστικού της βομβιστικής του βομβιστικού
    αιτιατική τον βομβιστικό τη βομβιστική το βομβιστικό
     κλητική βομβιστικέ βομβιστική βομβιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βομβιστικοί οι βομβιστικές τα βομβιστικά
      γενική των βομβιστικών των βομβιστικών των βομβιστικών
    αιτιατική τους βομβιστικούς τις βομβιστικές τα βομβιστικά
     κλητική βομβιστικοί βομβιστικές βομβιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βομβιστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

βομβιστικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.