βομβιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βομβιστής | οι | βομβιστές |
| γενική | του | βομβιστή | των | βομβιστών |
| αιτιατική | τον | βομβιστή | τους | βομβιστές |
| κλητική | βομβιστή | βομβιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βομβιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
βομβιστής αρσενικό
- αυτός που προκαλεί ή αποπειράται να προκαλέσει έκρηξη βόμβας
- βομβιστής αυτοκτονίας: αυτός που ζώνεται με εκρηκτικά και τα πυροδοτεί προκαλώντας έτσι εκτός από τον δικό του θάνατο και το θάνατο άλλων ανθρώπων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.