βολφραμιούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βολφραμιούχος | η | βολφραμιούχα | το | βολφραμιούχο |
| γενική | του | βολφραμιούχου | της | βολφραμιούχας | του | βολφραμιούχου |
| αιτιατική | τον | βολφραμιούχο | τη | βολφραμιούχα | το | βολφραμιούχο |
| κλητική | βολφραμιούχε | βολφραμιούχα | βολφραμιούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βολφραμιούχοι | οι | βολφραμιούχες | τα | βολφραμιούχα |
| γενική | των | βολφραμιούχων | των | βολφραμιούχων | των | βολφραμιούχων |
| αιτιατική | τους | βολφραμιούχους | τις | βολφραμιούχες | τα | βολφραμιούχα |
| κλητική | βολφραμιούχοι | βολφραμιούχες | βολφραμιούχα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
- βολφραμίδιο
Μεταφράσεις
βολφραμιούχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.