βιωτικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βιωτικός | ἡ | βιωτική | τὸ | βιωτικόν |
| γενική | τοῦ | βιωτικοῦ | τῆς | βιωτικῆς | τοῦ | βιωτικοῦ |
| δοτική | τῷ | βιωτικῷ | τῇ | βιωτικῇ | τῷ | βιωτικῷ |
| αιτιατική | τὸν | βιωτικόν | τὴν | βιωτικήν | τὸ | βιωτικόν |
| κλητική ὦ! | βιωτικέ | βιωτική | βιωτικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | βιωτικοί | αἱ | βιωτικαί | τὰ | βιωτικᾰ́ |
| γενική | τῶν | βιωτικῶν | τῶν | βιωτικῶν | τῶν | βιωτικῶν |
| δοτική | τοῖς | βιωτικοῖς | ταῖς | βιωτικαῖς | τοῖς | βιωτικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | βιωτικούς | τὰς | βιωτικᾱ́ς | τὰ | βιωτικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | βιωτικοί | βιωτικαί | βιωτικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βιωτικώ | τὼ | βιωτικᾱ́ | τὼ | βιωτικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | βιωτικοῖν | τοῖν | βιωτικαῖν | τοῖν | βιωτικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
βιωτικός, -ή, -όν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.