βιταμινικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιταμινικός η βιταμινική το βιταμινικό
      γενική του βιταμινικού της βιταμινικής του βιταμινικού
    αιτιατική τον βιταμινικό τη βιταμινική το βιταμινικό
     κλητική βιταμινικέ βιταμινική βιταμινικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιταμινικοί οι βιταμινικές τα βιταμινικά
      γενική των βιταμινικών των βιταμινικών των βιταμινικών
    αιτιατική τους βιταμινικούς τις βιταμινικές τα βιταμινικά
     κλητική βιταμινικοί βιταμινικές βιταμινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βιταμινικός < βιταμίνη + -ικός

Επίθετο

βιταμινικός

  • που έχει σχέση με τις βιταμίνες ή αναφέρεται σ' αυτές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.