βιοτεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βιοτεύω < βιοτή + -εύω < βιόω / βιῶ < βίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷíh₃we- (ζω)

Ρήμα

βιοτεύω

  1. ζω
  2. βρίσκω ή λαμβάνω τροφή
  3. κατοικώ, διαμένω
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 12 @scaife.perseus
    Καὶ οἱ κύκνοι δ’ εἰσὶ μὲν τῶν στεγανοπόδων, καὶ βιοτεύουσι περὶ λίμνας καὶ ἕλη, εὐβίοτοι δὲ καὶ εὐήθεις καὶ εὔτεκνοι καὶ εὔγηροι,

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.