βιότευμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | βιότευμᾰ | τὰ | βιοτεύμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | βιοτεύμᾰτος | τῶν | βιοτευμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | βιοτεύμᾰτῐ | τοῖς | βιοτεύμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | βιότευμᾰ | τὰ | βιοτεύμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | βιότευμᾰ | βιοτεύμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βιοτεύμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βιοτευμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βιότευμα ουδέτερο
- τρόπος ζωής
- ※ τὸ οὖν ἡδὺ βιότευμα μετὰ τούτων (⌘ Socraticorum epistulaem 29.3@scaife.perseus)
Πηγές
- βιότευμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.