βιότευμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βιότευμᾰ τὰ βιοτεύμᾰτ
      γενική τοῦ βιοτεύμᾰτος τῶν βιοτευμᾰ́των
      δοτική τῷ βιοτεύμᾰτ τοῖς βιοτεύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ βιότευμᾰ τὰ βιοτεύμᾰτ
     κλητική ! βιότευμᾰ βιοτεύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βιοτεύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  βιοτευμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιότευμα < βιοτεύ(ω) + -μα < βιοτή

Ουσιαστικό

βιότευμα ουδέτερο

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.