βιομετεωρολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιομετεωρολογία | οι | βιομετεωρολογίες |
| γενική | της | βιομετεωρολογίας | των | βιομετεωρολογιών |
| αιτιατική | τη | βιομετεωρολογία | τις | βιομετεωρολογίες |
| κλητική | βιομετεωρολογία | βιομετεωρολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιομετεωρολογία < βιο- + μετεωρολογία, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική biometeorology
Ουσιαστικό
βιομετεωρολογία θηλυκό[1]
- η μελέτη και εξέταση της σχέσης μετεωρολογίας και έμβιων οργανισμών
Μεταφράσεις
βιομετεωρολογία
|
Αναφορές
- βιομετεωρολογία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.