βιολονίστας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βιολονίστας | οι | βιολονίστες |
| γενική | του | βιολονίστα | των | βιολονιστών |
| αιτιατική | τον | βιολονίστα | τους | βιολονίστες |
| κλητική | βιολονίστα | βιολονίστες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιολονίστας < (άμεσο δάνειο) γαλλική violon(iste) + -ίστας[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /vʝo.loˈni.stas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βιο‐λο‐νί‐στας
Μεταφράσεις
βιολονίστας
|
→ δείτε τη λέξη βιολιστής |
Αναφορές
- βιολονίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.