βιολιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βιολιστής | οι | βιολιστές |
| γενική | του | βιολιστή | των | βιολιστών |
| αιτιατική | τον | βιολιστή | τους | βιολιστές |
| κλητική | βιολιστή | βιολιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
%252C_from_Les_Caprices_Met_DP888329.jpg.webp)
Οξυγραφία του 17ου αι. με τίτλο Ο βιολιστής (Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης)
Ετυμολογία
- βιολιστής < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.