βιολιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιολιστής οι βιολιστές
      γενική του βιολιστή των βιολιστών
    αιτιατική τον βιολιστή τους βιολιστές
     κλητική βιολιστή βιολιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Οξυγραφία του 17ου αι. με τίτλο Ο βιολιστής (Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης)

Ετυμολογία

βιολιστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βιολιστής αρσενικό

  • (επάγγελμα, μουσική) ο μουσικός που παίζει βιολί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.