βιολάτορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βιολάτορας | οι | βιολάτορες |
| γενική | του | βιολάτορα | των | βιολατόρων |
| αιτιατική | τον | βιολάτορα | τους | βιολάτορες |
| κλητική | βιολάτορα | βιολάτορες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιολάτορας < βιολ(ί) + -άτορας
Ουσιαστικό
βιολάτορας αρσενικό
- (κρητικά, μουσική, επάγγελμα) βιολιστής
- ※ Ο Γιώργος Κοτζαμανάκης ή Κοτζαμάνης (1899-1977) ήρθε στη Νέα Χώρα από το Δραπανιά Κισσάμου το 1904, με την οικογένειά του, μετά το θάνατο του πατέρα του. Ήταν πρώτος ξάδερφος με τον περίφημο βιολάτορα Γιώργο Μαριάνο.
- Γιώργος Βαβουλές - Γιώργος Πιτσιτάκης, «Η διαδρομή της μουσικής στη Νέα Χώρα. Νεοχωρίτες μουσικοί», στο: Γ. Πιτσιτάκης, Αργυρώ Μαυρεδάκη & Γιάννης Καλογεράκης (επιμ.), Η αλίβρεκτος Νέα Χώρα (Χανιά: Δήμος Χανίων, 2012, ISBN 978-960-89099-1-5), σ. 418.
- ※ Ο Γιώργος Κοτζαμανάκης ή Κοτζαμάνης (1899-1977) ήρθε στη Νέα Χώρα από το Δραπανιά Κισσάμου το 1904, με την οικογένειά του, μετά το θάνατο του πατέρα του. Ήταν πρώτος ξάδερφος με τον περίφημο βιολάτορα Γιώργο Μαριάνο.
Μεταφράσεις
βιολάτορας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.