βιοκλιματολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοκλιματολογία οι βιοκλιματολογίες
      γενική της βιοκλιματολογίας των βιοκλιματολογιών
    αιτιατική τη βιοκλιματολογία τις βιοκλιματολογίες
     κλητική βιοκλιματολογία βιοκλιματολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιοκλιματολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bioclimatology < αρχαία ελληνική βίος + κλίμα + λέγω

Ουσιαστικό

βιοκλιματολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.