βιοηλεκτρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιοηλεκτρικός η βιοηλεκτρική το βιοηλεκτρικό
      γενική του βιοηλεκτρικού της βιοηλεκτρικής του βιοηλεκτρικού
    αιτιατική τον βιοηλεκτρικό τη βιοηλεκτρική το βιοηλεκτρικό
     κλητική βιοηλεκτρικέ βιοηλεκτρική βιοηλεκτρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιοηλεκτρικοί οι βιοηλεκτρικές τα βιοηλεκτρικά
      γενική των βιοηλεκτρικών των βιοηλεκτρικών των βιοηλεκτρικών
    αιτιατική τους βιοηλεκτρικούς τις βιοηλεκτρικές τα βιοηλεκτρικά
     κλητική βιοηλεκτρικοί βιοηλεκτρικές βιοηλεκτρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βιοηλεκτρικός < βιοηλεκτρισμός + -ικός

Επίθετο

βιοηλεκτρικός

  • που έχει σχέση με τον βιοηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.