βιβλιάριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βιβλιάριο | τα | βιβλιάρια |
| γενική | του | βιβλιάριου & βιβλιαρίου |
των | βιβλιάριων & βιβλιαρίων |
| αιτιατική | το | βιβλιάριο | τα | βιβλιάρια |
| κλητική | βιβλιάριο | βιβλιάρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιβλιάριο < (ελληνιστική κοινή) βιβλιάριον < αρχαία ελληνική βιβλίον +κατάληξη υποκοριστικού -άριον, μορφολογικά αναλύεται βιβλι- + -άριο
Ουσιαστικό
βιβλιάριο ουδέτερο
- δεμένο έντυπο (σαν βιβλίο) μικρού σχήματος με χώρο στις σελίδες του για εγγραφές από διάφορες αρχές και υπηρεσίες με τις οποίες έρχεται σε επαφή ο κάτοχός του
- ↪ ο γιατρός μου έγραψε τη συνταγή στο βιβλιάριο του ΙΚΑ
- ↪ με τη νέα εκλογική νομοθεσία καταργήθηκαν τα εκλογικά βιβλιάρια
- ↪ γέμισε το βιβλιάριο τραπέζης και πρέπει να μου το αλλάξουν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.