βεντούζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βεντούζα | οι | βεντούζες |
| γενική | της | βεντούζας | των | βεντουζών |
| αιτιατική | τη | βεντούζα | τις | βεντούζες |
| κλητική | βεντούζα | βεντούζες | ||
| Η γεν. πληθ. δύσχρηστη. Λέγεται και βεντούζων | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Βεντούζα(4) για τζάμια ή ψευδοροφές
Ετυμολογία
- βεντούζα < (άμεσο δάνειο) βενετική ventosa
Ουσιαστικό
βεντούζα θηλυκό
- γυάλινο δοχείο που χρησιμοποιείται για να θερμαίνεται και να προσκολλάται στις πλάτες ασθενών με θεραπευτικό σκοπό
- η διαδικασία χρησιμοποίησης τέτοιων (1) δοχείων (κατά κανόνα στον πληθυντικό : κάνω, κόβω, ρίχνω βεντούζες)
- γενικά κάθε ελαστικό αντικείμενο με ιδιαίτερο σχήμα που προσκολλάται σε επίπεδες επιφάνειες λόγω έλλειψης αέρα
- εργαλείο για μετακίνηση τζαμιών ή άλλων μεγάλων επίπεδων επιφανειών
- εργαλείο για απόφραξη υδραυλικών εγκαταστάσεων· μυζητικό αποφρακτικό αποχέτευσης
- όργανο μερικών ζώων που χρησιμοποιείται για προσκόλληση
Εκφράσεις
- μου κόλλησε σα βεντούζα: λέγεται για πολύ ενοχλητικό άνθρωπο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.