βενζινόπλοιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βενζινόπλοιο τα βενζινόπλοια
      γενική του βενζινόπλοιου των βενζινόπλοιων
    αιτιατική το βενζινόπλοιο τα βενζινόπλοια
     κλητική βενζινόπλοιο βενζινόπλοια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βενζινόπλοιο < από τα ουσιαστικά βενζίνη + πλοίο

Ουσιαστικό

βενζινόπλοιο ουδέτερο


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.