βενέτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βενέτικος η βενέτικη το βενέτικο
      γενική του βενέτικου της βενέτικης του βενέτικου
    αιτιατική τον βενέτικο τη βενέτικη το βενέτικο
     κλητική βενέτικε βενέτικη βενέτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βενέτικοι οι βενέτικες τα βενέτικα
      γενική των βενέτικων των βενέτικων των βενέτικων
    αιτιατική τους βενέτικους τις βενέτικες τα βενέτικα
     κλητική βενέτικοι βενέτικες βενέτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βενέτικος < μεσαιωνική ελληνική βενέτικος / βενετικός < Βενετία

Επίθετο

βενέτικος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.