βελτιώσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βελτιώσιμος η βελτιώσιμη το βελτιώσιμο
      γενική του βελτιώσιμου της βελτιώσιμης του βελτιώσιμου
    αιτιατική τον βελτιώσιμο τη βελτιώσιμη το βελτιώσιμο
     κλητική βελτιώσιμε βελτιώσιμη βελτιώσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βελτιώσιμοι οι βελτιώσιμες τα βελτιώσιμα
      γενική των βελτιώσιμων των βελτιώσιμων των βελτιώσιμων
    αιτιατική τους βελτιώσιμους τις βελτιώσιμες τα βελτιώσιμα
     κλητική βελτιώσιμοι βελτιώσιμες βελτιώσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βελτιώσιμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

βελτιώσιμος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.