βελτιόδοξος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βελτιόδοξος | η | βελτιόδοξη | το | βελτιόδοξο |
| γενική | του | βελτιόδοξου | της | βελτιόδοξης | του | βελτιόδοξου |
| αιτιατική | τον | βελτιόδοξο | τη | βελτιόδοξη | το | βελτιόδοξο |
| κλητική | βελτιόδοξε | βελτιόδοξη | βελτιόδοξο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βελτιόδοξοι | οι | βελτιόδοξες | τα | βελτιόδοξα |
| γενική | των | βελτιόδοξων | των | βελτιόδοξων | των | βελτιόδοξων |
| αιτιατική | τους | βελτιόδοξους | τις | βελτιόδοξες | τα | βελτιόδοξα |
| κλητική | βελτιόδοξοι | βελτιόδοξες | βελτιόδοξα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βελτιόδοξος < βελτιοδοξία
Επίθετο
βελτιόδοξος, -η, -ο
- (σπάνιο) κάποιος που πιστεύει ότι ο κόσμος μπορεί να βελτιωθεί
Μεταφράσεις
βελτιόδοξος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.