βεβυσμένος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βεβυσμένος | ἡ | βεβυσμένη | τὸ | βεβυσμένον |
| γενική | τοῦ | βεβυσμένου | τῆς | βεβυσμένης | τοῦ | βεβυσμένου |
| δοτική | τῷ | βεβυσμένῳ | τῇ | βεβυσμένῃ | τῷ | βεβυσμένῳ |
| αιτιατική | τὸν | βεβυσμένον | τὴν | βεβυσμένην | τὸ | βεβυσμένον |
| κλητική ὦ! | βεβυσμένε | βεβυσμένη | βεβυσμένον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | βεβυσμένοι | αἱ | βεβυσμέναι | τὰ | βεβυσμένᾰ |
| γενική | τῶν | βεβυσμένων | τῶν | βεβυσμένων | τῶν | βεβυσμένων |
| δοτική | τοῖς | βεβυσμένοις | ταῖς | βεβυσμέναις | τοῖς | βεβυσμένοις |
| αιτιατική | τοὺς | βεβυσμένους | τὰς | βεβυσμένᾱς | τὰ | βεβυσμένᾰ |
| κλητική ὦ! | βεβυσμένοι | βεβυσμέναι | βεβυσμένᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βεβυσμένω | τὼ | βεβυσμένᾱ | τὼ | βεβυσμένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | βεβυσμένοιν | τοῖν | βεβυσμέναιν | τοῖν | βεβυσμένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή 1
βεβυσμένος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου (βέβυσμαι) του ρήματος βύω: βουλωμένος, φουσκωμένος, στουπωμένος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 134 (στίχοι 133-135)
- τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα | νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον· αὐτὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ | ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα.
- Αυτό της έφερε η Φυλώ, | γεμάτο νήμα δουλεμένο, | και τεντωμένη επάνω του την ηλακάτη με μαλλί μενεξεδένιο.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα | νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον· αὐτὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ | ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, 7.36, @scaife.perseus
- ὑπὸ τῆς γὰρ ὀσμῆς οὐδὲ εἷς δυνήσεται | ἁπλῶς διελθεῖν τὸν στενωπὸν τουτονί· | ὁ δὲ παριὼν πᾶς εὐθέως πρὸς τὴν θύραν | ἑστήξετ’ ἀχανής, προσπεπατταλευμένος, | ἄφωνος, ἄχρι ἂν τῶν φίλων βεβυσμένος | τὴν ῥῖν’ ἕτερός τις προσδραμὼν ἀποσπάσῃ.
- → λείπει η μετάφραση
- ὑπὸ τῆς γὰρ ὀσμῆς οὐδὲ εἷς δυνήσεται | ἁπλῶς διελθεῖν τὸν στενωπὸν τουτονί· | ὁ δὲ παριὼν πᾶς εὐθέως πρὸς τὴν θύραν | ἑστήξετ’ ἀχανής, προσπεπατταλευμένος, | ἄφωνος, ἄχρι ἂν τῶν φίλων βεβυσμένος | τὴν ῥῖν’ ἕτερός τις προσδραμὼν ἀποσπάσῃ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 134 (στίχοι 133-135)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.