βεβαιωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βεβαιωτικός | η | βεβαιωτική | το | βεβαιωτικό |
| γενική | του | βεβαιωτικού | της | βεβαιωτικής | του | βεβαιωτικού |
| αιτιατική | τον | βεβαιωτικό | τη | βεβαιωτική | το | βεβαιωτικό |
| κλητική | βεβαιωτικέ | βεβαιωτική | βεβαιωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βεβαιωτικοί | οι | βεβαιωτικές | τα | βεβαιωτικά |
| γενική | των | βεβαιωτικών | των | βεβαιωτικών | των | βεβαιωτικών |
| αιτιατική | τους | βεβαιωτικούς | τις | βεβαιωτικές | τα | βεβαιωτικά |
| κλητική | βεβαιωτικοί | βεβαιωτικές | βεβαιωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βεβαιωτικός < (ελληνιστική κοινή) βεβαιωτικός
Μεταφράσεις
βεβαιωτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.