βαφείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βαφείο | τα | βαφεία |
| γενική | του | βαφείου | των | βαφείων |
| αιτιατική | το | βαφείο | τα | βαφεία |
| κλητική | βαφείο | βαφεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
βαφείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.