βαυκός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βαυκός | ἡ | βαυκή | τὸ | βαυκόν |
| γενική | τοῦ | βαυκοῦ | τῆς | βαυκῆς | τοῦ | βαυκοῦ |
| δοτική | τῷ | βαυκῷ | τῇ | βαυκῇ | τῷ | βαυκῷ |
| αιτιατική | τὸν | βαυκόν | τὴν | βαυκήν | τὸ | βαυκόν |
| κλητική ὦ! | βαυκέ | βαυκή | βαυκόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | βαυκοί | αἱ | βαυκαί | τὰ | βαυκᾰ́ |
| γενική | τῶν | βαυκῶν | τῶν | βαυκῶν | τῶν | βαυκῶν |
| δοτική | τοῖς | βαυκοῖς | ταῖς | βαυκαῖς | τοῖς | βαυκοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | βαυκούς | τὰς | βαυκᾱ́ς | τὰ | βαυκᾰ́ |
| κλητική ὦ! | βαυκοί | βαυκαί | βαυκᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαυκώ | τὼ | βαυκᾱ́ | τὼ | βαυκώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | βαυκοῖν | τοῖν | βαυκαῖν | τοῖν | βαυκοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαυκός < βαυκαλάω → λείπει η ετυμολογία
Συνώνυμα
- ἀκκιζόμενος
- διαθρυπτόμενος (η μεταφορική σημασία)
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- βαυκός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαυκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.