βασοπρεσίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βασοπρεσίνη | οι | βασοπρεσίνες |
| γενική | της | βασοπρεσίνης | των | βασοπρεσινών |
| αιτιατική | τη | βασοπρεσίνη | τις | βασοπρεσίνες |
| κλητική | βασοπρεσίνη | βασοπρεσίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βασοπρεσίνη < αγγλική vasopressin
Ουσιαστικό
βασοπρεσίνη θηλυκό
- (ιατρική) αντιδιουρητική ορμόνη (ADH), που εκκρίνεται από την οπίσθια υπόφυση και αυξάνει την πίεση του αίματος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
βασοπρεσίνη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.