βασιλομήτωρ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βασιλομήτωρ | οι | βασιλομήτορες |
| γενική | της | βασιλομήτορος | των | βασιλομητόρων |
| αιτιατική | τη | βασιλομήτορα | τις | βασιλομήτορες |
| κλητική | βασιλομήτορ | βασιλομήτορες | ||
| Κατηγορία όπως «βασιλομήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βασιλομήτωρ θηλυκό
- (λόγιο) η μητέρα του βασιλιά ή της βασίλισσας
- τα μέλη της βασιλικής οικογένειας συγκεντρώθηκαν για να αποτίσουν φόρο τιμής στην βασιλομήτορα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.