βασιλοκουλούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βασιλοκουλούρα | οι | βασιλοκουλούρες |
| γενική | της | βασιλοκουλούρας | — | |
| αιτιατική | τη | βασιλοκουλούρα | τις | βασιλοκουλούρες |
| κλητική | βασιλοκουλούρα | βασιλοκουλούρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βασιλοκουλούρα θηλυκό
- (γαστρονομία, λαογραφία) είδος κουλούρας που παρασκευάζεται την πρωτοχρονιά ή την παραμονή της
- ※ Τη ζυμαρόπιτα αυτή, τη λένε και βασιλόψωμο ή βασιλοκουλούρα ή και βασιλόπιτα. (άρθρο «Το έθιμο της βασιλόπιτας», Μικρασιατικά Χρονικά, τόμος 10 (1963), σελ. 131)
Μεταφράσεις
βασιλοκουλούρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.