βαρύτερος

Νέα ελληνικά (el)

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαρύτερος η βαρύτερη το βαρύτερο
      γενική του βαρύτερου της βαρύτερης του βαρύτερου
    αιτιατική τον βαρύτερο τη βαρύτερη το βαρύτερο
     κλητική βαρύτερε βαρύτερη βαρύτερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαρύτεροι οι βαρύτερες τα βαρύτερα
      γενική των βαρύτερων των βαρύτερων των βαρύτερων
    αιτιατική τους βαρύτερους τις βαρύτερες τα βαρύτερα
     κλητική βαρύτεροι βαρύτερες βαρύτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βαρύτερος < βαρ-ύτερος, συγκριτικός βαθμός του βαρύς

Επίθετο

βαρύτερος, -η, -ο

Αντώνυμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.