βαρυηκοΐα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βαρυηκοΐ αἱ βαρυηκοΐαι
      γενική τῆς βαρυηκοΐᾱς τῶν βαρυηκοϊῶν
      δοτική τῇ βαρυηκοΐ ταῖς βαρυηκοΐαις
    αιτιατική τὴν βαρυηκοΐᾱν τὰς βαρυηκοΐᾱς
     κλητική ! βαρυηκοΐ βαρυηκοΐαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βαρυηκοΐ
γεν-δοτ τοῖν  βαρυηκοΐαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρυηκοΐα < βαρυήκο(ος) + -ία < (βαρύς) βαρυ- + ἀκούω

Ουσιαστικό

βαρυηκοΐα θηλυκό

  • βαρηκοΐα
      Διὸ ἡ βαρυηκοΐα τῶν ᾿Ιουδαίων τὴν φωνὴν τῶν σαλπίγγων οὐ παρεδέξατο (Γρηγόριος Νύσσης, Εις τον του Μωυσέως Βίον, 2, 159, 4)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.