βαρυηκοέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βαρυηκοέω < βαρύς + ἀκούω

Ρήμα

βαρυηκοέω

  1. είμαι βαρήκοος
    ποίει τροχίσκους ἐν ὄξει λειώσας καὶ χρῶ πρὸς τὰς ἄνευ ὀδύνης ἐμφράξεις καὶ ἐπὶ τῶν βαρυηκοούντων (Αλέξανδρος Τραλλιανός, Θεραπευτικά, 2, 75, 11)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.