βαρυήκοος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ βαρυήκοος | τὸ βαρυήκοον | οἱ, αἱ βαρυήκοοι | τὰ βαρυήκοα |
| Γενική | τοῦ, τῆς βαρυηκόου | τοῦ βαρυηκόου | τῶν βαρυηκόων | τῶν βαρυηκόων |
| Δοτική | τῷ, τῇ βαρυηκόῳ | τῷ βαρυηκόῳ | τοῖς, ταῖς βαρυηκόοις | τοῖς βαρυηκόοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν βαρυήκοον | τὸ βαρυήκοον | τοὺς, τὰς βαρυηκόους | τὰ βαρυήκοα |
| Κλητική | βαρυήκοε | βαρυήκοον | βαρυήκοοι | βαρυήκοα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | βαρυηκόω | |||
| Γενική-Δοτική | βαρυηκόοιν | |||
Επίθετο
βαρυήκοος
- βαρήκοος
- ὑπήκοοι, κατήκοοι, εὐήκοοι, δυσήκοοι, ἀνήκοοι, ὀξυήκοοι, βαρυήκοοι, αὐτήκοοι, ἀξιάκουστον, ἀνηκουστεῖν, ἀνήκουστον ὡς Ξενοφῶν (Ιούλιος Πολυδεύκης, Ὀνομαστικόν, 2, 82, 3)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.